- γκριζόλα
- η мор. пакгауз
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γκριζόλα — και γριζιόλα, η πυξιδοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < (μαλτέζ.) gisiola] … Dictionary of Greek